- σύγκλινος
- -η, -ο / σύγκλινος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το σύγκλινογεωλ. πτύχωση μεγάλου εύρους σε σχήμα U που περικλείει τα νεώτερα πετρώματα στο κέντρο τού σχηματισμούμσν.-αρχ.αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη με άλλοναρχ.αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο και συντρώγει με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομό-κλινος].
Dictionary of Greek. 2013.