σύγκλινος

σύγκλινος
-η, -ο / σύγκλινος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σύγκλινο
γεωλ. πτύχωση μεγάλου εύρους σε σχήμα U που περικλείει τα νεώτερα πετρώματα στο κέντρο τού σχηματισμού
μσν.-αρχ.
αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη με άλλον
αρχ.
αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο και συντρώγει με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομό-κλινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκλίνω — σύγκλινος sharing one s couch masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύγκλινος sharing one s couch masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) συγκλί̱νω , συγκλίνω lay together aor subj act 1st sg συγκλί̱νω , συγκλίνω lay together pres subj act 1st sg συγκλί̱νω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκλινον — σύγκλινος sharing one s couch masc/fem acc sg σύγκλινος sharing one s couch neut nom/voc/acc sg σύγκλῑνον , συγκλίνω lay together aor imperat act 2nd sg σύγκλῑνον , συγκλίνω lay together imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σύγκλῑνον ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλίνων — σύγκλινος sharing one s couch masc/fem/neut gen pl συγκλί̱νων , συγκλίνω lay together pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”